μακρόπορος

μακρόπορος
μακρόπορος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά
2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία
3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + πόρος: (πρβλ. λοξό-πορος, στενό-πορος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακροπορωτέραις — μακρόπορος travelling far fem dat comp pl μακροπορωτέρᾱͅς , μακρόπορος travelling far fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροπορωτέρων — μακρόπορος travelling far fem gen comp pl μακρόπορος travelling far masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροπορώτερα — μακρόπορος travelling far neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροπορώτεροι — μακρόπορος travelling far masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροπόρων — μακρόπορος travelling far masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροπορωτέρα — μακροπορωτέρᾱ , μακρόπορος travelling far fem nom/voc/acc comp dual μακροπορωτέρᾱ , μακρόπορος travelling far fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροπορία — η (Α μακροπορία) [μακρόπορος] μεγάλη πορεία, μακρύς δρόμος, μακρινό ταξίδι («ἔχει μακροπορίαν ὁ παρὰ γῆν πλοῡς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • μακροπορώ — μακροπορῶ, έω (Α) [μακρόπορος] κάνω μεγάλη οδοιπορία, ταξιδεύω ή πορεύομαι μακριά …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”