μακροπορωτέραις — μακρόπορος travelling far fem dat comp pl μακροπορωτέρᾱͅς , μακρόπορος travelling far fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπορωτέρων — μακρόπορος travelling far fem gen comp pl μακρόπορος travelling far masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπορώτερα — μακρόπορος travelling far neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπορώτεροι — μακρόπορος travelling far masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπόρων — μακρόπορος travelling far masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπορωτέρα — μακροπορωτέρᾱ , μακρόπορος travelling far fem nom/voc/acc comp dual μακροπορωτέρᾱ , μακρόπορος travelling far fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροπορία — η (Α μακροπορία) [μακρόπορος] μεγάλη πορεία, μακρύς δρόμος, μακρινό ταξίδι («ἔχει μακροπορίαν ὁ παρὰ γῆν πλοῡς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μακροπορώ — μακροπορῶ, έω (Α) [μακρόπορος] κάνω μεγάλη οδοιπορία, ταξιδεύω ή πορεύομαι μακριά … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek